- ιάνθινος
- η, ον фиалковый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιάνθινος — η, ο (Α ἰάνθινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ιανθίνη ζωολ. πελαγικό προσωβράγχιο γαστερόποδο μαλάκιο τής οικογένειας janthinidae. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίον «βιολέτα» + επίθ. άνθινος (< άνθος). Από το ιάνθινος… … Dictionary of Greek
ἰάνθινον — ἰάνθινος violet coloured masc acc sg ἰάνθινος violet coloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
ίανθος — το (ΑΜ ἴανθος) τα άνθη τού φυτού ίον, βιολέτα ή μενεξές. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιάνθινος] … Dictionary of Greek
ιανθινόσωμα — το δίπτερο νηματόκερο έντομο τής οικογένειας culicidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. janthinosoma < janthino (πρβλ. ιάνθινος) + soma (πρβλ. σώμα)] … Dictionary of Greek
τυριάνθινος — και τυριάντινος, ίνη, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα τής πορφύρας τής Τύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tyrianthinus «Τύριος ιάνθινος, πορφυρόβαπτος»] … Dictionary of Greek